Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 1 [Πεδίο εφαρμογής]

  1. Οι παρόντες Κανόνες εφαρμόζονται σε ναυτικές και άλλες εμπορικές διαφορές κατόπιν συμφωνίας των μερών. Οι παρόντες Κανόνες εφαρμόζονται όταν γίνεται ρητή αναφορά σε αυτούς είτε σε διαιτητική ρήτρα ή διαιτητική συμφωνία, είτε σε μεταγενέστερη συμφωνία των μερών.

  2. Η ονομασία των παρόντων Κανόνων είναι «Κανόνες Ναυτικής Διαιτησίας της «Ένωσης για τη Ναυτική Διαιτησία (2007)» (στο εξής «Κανόνες»)

  3. Κάθε αναφορά στους Κανόνες σε διαιτητική ρήτρα, διαιτητική συμφωνία ή άλλη συμφωνία, νοείται ως αναφορά στους Κανόνες όπως θα ισχύουν κατά την έναρξη της οικείας διαιτησίας.

  4. Τα μέρη μπορούν ελεύθερα να τροποποιούν ή να συμπληρώνουν τους Κανόνες για κάθε επιμέρους διαφορά, εκτός αν έχουν ήδη οριστεί οι διαιτητές, οπότε απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη αυτών.

  5. Οι Κανόνες, όπως τυχόν τροποποιούνται βάσει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα της διαιτητικής ρήτρας ή διαιτητικής συμφωνίας των μερών.

Άρθρο 2 [Ορισμοί]

Εφόσον δεν ορίζεται άλλως ρητώς στους Κανόνες,

  1. «Ένωση» είναι η «Ένωση για τη Ναυτική Διαιτησία» .

  2. «Κατάλογος Διαιτητών» σημαίνει Κατάλογος Διαιτητών της Ένωσης.

  3. «Διαιτητικό δικαστήριο» είναι το συγκροτούμενο τόσο από μοναδικό διαιτητή, όσο και από δύο ή περισσότερους διαιτητές.

  4. «Εργάσιμες ημέρες» είναι οι ημέρες που δεν είναι Σάββατο, Κυριακή ή επίσημες αργίες στον τόπο της διαιτησίας.

  5. Ως «Πρόεδρος της Ένωσης», σε περίπτωση ανυπαρξίας, απουσίας ή αδυναμίας αυτού, νοείται ο νόμιμος αναπληρωτής του.

Άρθρο 3 [Ρυθμίσεις πλαισίου]

Εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά,

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο θα αποτελείται από έναν μοναδικό διαιτητή αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ (ή το ισάξιο σε άλλο νόμισμα κατά την έναρξη της διαιτησίας) και από τρεις διαιτητές αν η αξία της διαφοράς υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό.

  2. Ο τόπος της διαιτησίας θα είναι ο Πειραιάς, θα διεξάγεται δε σε χώρο που θα ορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο.

  3. Η γλώσσα της διαιτησίας θα είναι η ελληνική, εκτός αν κάποιο από τα μέρη διαφωνήσει εγγράφως και ρητώς, οπότε θα είναι η αγγλική. Η διαφωνία διατυπώνεται από μεν τον ενάγοντα με το έγγραφο προσφυγής στη διαιτησία, από δε τον εναγόμενο εντός 15 εργασίμων ημερών από την έναρξη της διαιτησίας.

  4. Δεν επιτρέπεται έφεση ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου.

Άρθρο 4 [Τύπος και δεσμευτικότητα συμφωνίας διαιτησίας]

  1. Η συμφωνία διαιτησίας είναι έγγραφη.

  2. Ο έγγραφος τύπος πληρούται ιδίως όταν η συμφωνία διαιτησίας περιέχεται σε έγγραφο που έχει υπογραφεί από τα μέρη, σε ανταλλαγή επιστολών, τηλετυπημάτων, τηλεγραφημάτων, τηλεομοιοτύπων, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλων μέσων τηλεπικοινωνίας που καταγράφουν τη συμφωνία. Ο έγγραφος τύπος πληρούται επίσης όταν προφορική συμφωνία διαιτησίας καταγράφεται σε έγγραφο, το οποίο διαβιβάστηκε από το ένα μέρος στο άλλο ή από τρίτον σε όλα τα μέρη, το δε περιεχόμενο του εγγράφου, για το οποίο δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, μπορεί, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, να θεωρηθεί ως περιεχόμενο της σύμβασης.

  3. Η περιεχόμενη σε φορτωτική διαιτητική ρήτρα δεσμεύει τόσο τον μεταφορέα και τον φορτωτή, όσο και τους μεταγενέστερους κομιστές της. Ειδικά για τις σχέσεις μεταξύ μεταφορέα και φορτωτή, ο κανόνας του προηγουμένου εδαφίου ισχύει μόνον εφόσον δεν υπάρχει διάφορη ρύθμιση στο συναφθέν από αυτούς ναυλοσύμφωνο.

II. ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ – ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Άρθρο 5 [Έναρξη διαιτησίας]

  1. Η έναρξη της διαιτησίας επέρχεται με τη γνωστοποίηση από ένα μέρος σε άλλο εγγράφου με το οποίο δηλώνεται η προσφυγή στη διαιτησία των Κανόνων και, συνοπτικώς, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση, το κατ' εκτίμησιν ύψος του αιτουμένου ποσού και κάθε άλλο αίτημα.

  2. Αντίγραφο του εγγράφου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου γνωστοποιείται στην Ένωση εντός προθεσμίας 15 εργασίμων ημερών από την κατά την προηγούμενη παράγραφο έναρξη της διαιτησίας.

Άρθρο 6 [Ορισμός διαιτητών και αντικλήτων]

  1. Εντός 15 εργασίμων ημερών από την έναρξη της διαιτησίας τα μέρη πρέπει να έχουν ορίσει από έναν διαιτητή το καθένα, εφόσον το διαιτητικό δικαστήριο δεν είναι μονομελές. Ο ορισμός κάθε διαιτητή γίνεται με έγγραφη γνωστοποίηση του ενός μέρους προς το άλλο. Κάθε μέρος, μαζί με τον ορισμό διαιτητή, πρέπει να ορίσει και αντίκλητο στο Νομό Αττικής. Από τον ορισμό του, στον αντίκλητο του κάθε μέρους θα γίνονται υποχρεωτικά όλες οι γνωστοποιήσεις από το διαιτητικό δικαστήριο και από τα μέρη.

  2. Ο ορισμός του μοναδικού διαιτητή γίνεται με συμφωνία των μερών εντός 15 εργασίμων ημερών από την έναρξη της διαιτησίας.

  3. Ο ορισμός του διαιτητή ή των διαιτητών των προηγουμένων παραγράφων γίνεται είτε από τον Κατάλογο Διαιτητών, είτε και εκτός αυτού.

  4. Οι ήδη ορισθέντες διαιτητές εντός 5 εργασίμων ημερών από τον ορισμό του τελευταίου, προβαίνουν στον ορισμό του Προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου είτε από τον Κατάλογο Διαιτητών, είτε και εκτός αυτού.

  5. Σε περίπτωση μη ορισμού για οποιδήποτε λόγο διαιτητή ή διαιτητών κατά τις παραγράφους 1 έως και 4 του παρόντος άρθρου, ο ορισμός αυτών γίνεται από τον Πρόεδρο της Ένωσης, από τον τηρούμενο Κατάλογο Διαιτητών εντός 5 εργασίμων ημερών από την υποβολή σχετικού αιτήματος από οποιοδήποτε μέρος.

  6. Ο ορισμός ενός διαιτητή, για την έναρξη των συναρτώμενων προς αυτόν προθεσμιών, προϋποθέτει και την αποδοχή του ορισμού του από τον ίδιο. Η αποδοχή του ορισμού αποδεικνύεται με έγγραφη δήλωση του διαιτητή προς το ορίσαν αυτόν μέρος.

  7. Οι οριζόμενοι από τα μέρη διαιτητές, εφόσον ομοφωνούν, μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις για οποιοδήποτε θέμα της διαιτησίας μόνοι τους, μέχρι τον ορισμό ή την πλήρωση της κενωθείσας θέσεως του Προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου.

  8. Οι αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία. Σε περίπτωση μη επίτευξης πλειοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου.

  9. Η αποδοχή από διαιτητή του ορισμού του γνωστοποιείται στην Ένωση, είτε από τον ίδιο είτε από το ορίσαν αυτόν μέρος, εντός προθεσμίας 15 εργασίμων ημερών.

Άρθρο 7 [Ανεξαρτησία, αμεροληψία και ουδετερότητα διαιτητών]

  1. Κάθε διαιτητής οφείλει να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος έναντι όλων των μερών της διαιτησίας. Εφόσον υφίσταται ενδεχόμενο να ανακύψει ζήτημα σχετικά με την ανεξαρτησία ή αμεροληψία του, οφείλει να το γνωρίζει στα μέρη άμεσα ο ίδιος ο προτεινόμενος διαιτητής ή ο ήδη ορισθείς, εφόσον το ζήτημα αυτό γεννήθηκε μετά τον ορισμό του.

  2. Ο Πρόεδρος της Ένωσης, εφόσον ορίζει ο ίδιος τον μοναδικό ή τον τρίτο διαιτητή, θα αποφασίζει κατά την απόλυτη κρίση του αν η φύση της διαφοράς επιβάλει ο μοναδικός ή ο τρίτος διαιτητής να έχουν διαφορετική ιθαγένεια από αυτή των μερών ή/και των αρχικών δύο διαιτητών και θα προβαίνει ανάλογα στον ορισμό.

Άρθρο 8 [Αντικατάσταση διαιτητών]

  1. Εφόσον ένας διαιτητής παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του λόγω παραίτησης, θανάτου, ανάκλησης του ορισμού του με συμφωνία των μερών ή απόφασης για την εξαίρεσή του, ο αντικαταστάτης του ορίζεται με βάση τη διαδικασία του άρθρου 6 των Κανόνων. Οι προθεσμίες του ως άνω άρθρου 6 αρχίζουν από την έγγραφη πρόσκληση που απευθύνει οποιοδήποτε μέρος για τον ορισμό αντικαταστάτη. Η διαδικασία του άρθρου 6 των Κανόνων εφαρμόζεται και όταν διαιτητής που ορίζεται απευθείας με τη συμφωνία ή ρήτρα διαιτησίας δεν αποδέχεται τον ορισμό του ή είναι αδύνατο να οριστεί.

  2. Αν ένας διαιτητής παραλείπει ή αδυνατεί να ενεργήσει για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός, η εξουσία του παύει με απόφαση του Προέδρου της Ένωσης κατόπιν σχετικού αιτήματος του επιμελέστερου μέρους, εφαρμοζόμενης κατά τα λοιπά της προηγούμενης παραγράφου.

  3. Σε περίπτωση αντικατάστασης διαιτητή, το διαιτητικό δικαστήριο με τη νέα του σύνθεση αποφασίζει αν η διαιτητική διαδικασία θα συνεχιστεί ή θα επαναληφθεί εξ αρχής. Όταν όμως αντικαθίσταται ο μοναδικός διαιτητής, η διαιτητική διαδικασία επαναλαμβάνεται εξ αρχής.

Άρθρο 9 [Δικαιοδοσία διαιτητών]

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να κρίνει επί της δικαιοδοσίας του, της ύπαρξης και της ισχύος της συμφωνίας διαιτησίας. Εφόσον κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία επί συγκεκριμένου αιτήματος ή ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι ανύπαρκτη ή ανίσχυρη, εκδίδει αμελλητί σχετική απόφαση πριν εισέλθει στην εκδίκαση της ουσίας.

  2. Το διαιτητικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να κρίνει και επί οιουδήποτε άλλου ζητήματος καλυπτόμενου από τη διαιτητική συμφωνία και το οποίο ανέκυψε κατά τη διάρκεια της διαιτησίας και μέχρι την έκδοση της αποφάσεώς του.

  3. Με την επιφύλαξη αντίθετης ρυθμίσεως του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία, πλην της επιδικάσεως της απαιτήσεως, να διατάσσει την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξεως, ή και κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτελεσματική εξασφάλιση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της καταστάσεως.

Άρθρο 10 [Ασφαλιστικά μέτρα]

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάσσει, κατόπιν αιτήματος ενός μέρους, τα ασφαλιστικά μέτρα που θεωρεί αναγκαία σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως και να εξαρτήσει τη λήψη τους έναντι ενός μέρους από την παροχή εγγυοδοσίας από το άλλο μέρος.

  2. Τυχόν άρνηση ενός μέρους να συμμορφωθεί με απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου για τα θέματα της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να ληφθεί υπόψη από το διαιτητικό δικαστήριο στην έκδοση της οριστικής του αποφάσεως.

Άρθρο 11 [Πολυμερείς διαιτησίες]

  1. Εφόσον δύο ή περισσότερα διαιτητικά δικαστήρια κρίνουν κατόπιν αιτήματος ενός μέρους ότι στις ενώπιόν τους εκκρεμούσες διαιτητικές διαδικασίες αναφύονται κοινά πραγματικά ή νομικά ζητήματα,  μπορούν να αποφασίσουν τη διενέργεια κοινής ακροαματικής διαδικασίας κατά τον προσφορότερο για την οικονομία της διαιτητικής διαδικασίας τρόπο. Στις περιπτώσεις αυτές τα αποδεικτικά μέσα στις από κοινού διενεργούμενες διαιτησίες καθίστανται κοινά, τα επιμέρους όμως διαιτητικά δικαστήρια δεν χάνουν την αυτοτέλειά τους και εκδίδουν χωριστές αποφάσεις.

  2. Εφόσον όλα τα μέρη συμφωνούν ρητά, δύο ή περισσότερες εκκρεμούσες διαιτησίες  στις οποίες εφαρμόζονται οι Κανόνες, μπορούν να συνενωθούν πλήρως με την δημιουργία ενιαίου κοινού διαιτητικού δικαστηρίου και την έκδοση κοινών αποφάσεων. Στην περίπτωση αυτή, οι Πρόεδροι των διαιτητικών δικαστηρίων και οι τυχόν μοναδικοί διαιτητές, ορίζουν έναν εξ αυτών ως Πρόεδρο του ενιαίου διαιτητικού δικαστηρίου, εφαρμοζομένων αναλόγως των παραγράφων 4 έως και 9 του άρθρου 6 των Κανόνων. Η διαιτητική διαδικασία στις πολυμερείς διαιτησίες της παρούσας παραγράφου διεξάγεται βάσει του άρθρου 14 των Κανόνων.

Άρθρο 12 [Γενική αρμοδιότητα διαιτητών]

  1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 των Κανόνων το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει επί όλων των θεμάτων της διαιτητικής διαδικασίας, εφόσον δεν υπάρχει ήδη σχετική συμφωνία των μερών. Παρεκκλίσεις από τους Κανόνες μπορούν να αποφασιστούν από το διαιτητικό δικαστήριο με ομόφωνη απόφασή του.

  2. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να παρατείνει τις προβλεπόμενες από τους Κανόνες προθεσμίες που σχετίζονται με τη διαιτητική διαδικασία, με αιτιολογημένη απόφασή του εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.

III. ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρο 13 [Διαιτησία βάσει μόνον εγγράφων]

  1. Όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ (ή το  ισάξιο σε άλλο νόμισμα κατά την έναρξη της διαιτησίας) η διαιτησία διεξάγεται αποκλειστικά βάσει εγγράφων (συμπεριλαμβανομένων ενόρκων βεβαιώσεων) χωρίς διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας, εκτός εάν ο διαιτητής αποφασίσει άλλως.

  2. Εντός 5 εργασίμων ημερών από την αποδοχή του ορισμού του ο μοναδικός διαιτητής καλεί τα μέρη να του υποβάλουν σε προθεσμία 20 εργασίμων ημερών από της κλήσεως υπομνήματα με τους ισχυρισμούς τους, το σύνολο των σχεικών αποδεικτικών τους μέσων και τις τυχόν ένορκες βεβαιώσεις, μεταφρασμένων στη γλώσσα της διαιτησίας ή στην αγγλική γλώσσα. Εντός 10 εργασίμων ημερών από τη σχετική κλήση του μοναδικού διαιτητή, η οποία γίνεται ταυτόχρονα προς όλα τα μέρη εντός 5 εργασίμων ημερών από την υποβολή των υπομνημάτων ή τη λήξη της σχετικής προθεσμίας, τα μέρη μπορούν να υποβάλουν εκατέρωθεν αντικρούσεις.

  3. Κατόπιν συμφωνίας των μερών, με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου μπορεί να διενεργηθεί και διαιτησία το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει σε αξία τις 50.000 ευρώ (ή το ισάξιο σε άλλο νόμισμα κατά την έναρξη της διαιτησίας).

Άρθρο 14 [Διαιτησία με ακροαματική διαδικασία]

  1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 των Κανόνων, η διαιτησία διεξάγεται με τη διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας.

  2. Εντός 5 εργασίμων ημερών από την αποδοχή του ορισμού και του τελευταίου διαιτητή, το διαιτητικό δικαστήριο συνεδριάζει προκειμένου να ρυθμίσει τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας.

  3. Εφόσον το διαιτητικό δικαστήριο κρίνει ότι το έγγραφο ενάρξεως της διαιτησίας δεν περιέχει επαρκή στοιχεία για να διαμορφώσει γνώμη για την απαίτηση και το αίτημα ή για να μπορεί το άλλο μέρος να αμυνθεί ή μετά από αίτημα του ενάγοντος (που πρέπει να υποβάλλεται εντός 5 εργασίμων ημερών από τον ορισμό του διαιτητικού δικαστηρίου) , μπορεί να καλέσει τον ενάγοντα να υποβάλει συμπληρωματική περιγραφή της απαιτήσεώς του σε προθεσμία όχι μεγαλύτερη των 20 εργασίμων ημερών.

  4. Εφόσον το διαιτητικό δικαστήριο κρίνει, με βάση το αίτημα προσφυγής στη διαιτησία, ότι η διαφορά είναι περίπλοκη, μπορεί να καλέσει τα μέρη σε προκαταρκτική συνάντηση στον τόπο της διαιτησίας προκειμένου να σχεδιαστεί με τον προσφορότερο δυνατό τρόπο η ακροαματική διαδικασία.

Άρθρο 15 [Υποβολή προτάσεων και αντικρούσεων]

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο καλεί τα μέρη να υποβάλουν έγγραφες προτάσεις με το σύνολο των αποδεικτικών τους μέσων εντός 20 εργασίμων ημερών από τη σχετική κλήση. Τα μέρη καλούνται προς τούτο εντός 5 εργασίμων ημερών από την πρώτη συνεδρίαση του διαιτητικού δικαστηρίου ή, αν έχει αποφασιστεί η πραγματοποίηση προκαταρκτικής συναντήσεως, εντός 5 εργασίμων ημερών από αυτήν ή εντός 5 εργασίμων ημερών από την τυχόν υποβολή της συμπληρωματικής περιγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 3 των Κανόνων.

  2. Ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει ανταγωγικό αίτημα με τις έγγραφες προτάσεις του. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως προτάσεις θεωρούνται οι αρχικώς κατατεθείσες και όχι οι εκ νέου κατατιθέμενες βάσει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

  3. Εντός 5 εργασίμων ημερών από τη λήψη των εγγράφων προτάσεων και των αποδεικτικών μέσων, το διαιτητικό δικαστήριο καλεί το κάθε μέρος να καταθέσει αντίκρουση εντός 10 εργασίμων ημερών από τη σχετική κλήση δίδοντάς του ταυτόχρονα αντίγραφα από τις έγγραφες προτάσεις και τα αποδεικτικά μέσα του άλλου μέρους. Αν έχει υποβληθεί ανταγωγικό αίτημα, η προθεσμία των εκατέρωθεν αντικρούσεων είναι 20 εργάσιμες ημέρες.

  4. Ο ενάγων έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει ή να μεταβάλει το αγωγικό αίτημα και την ιστορική ή νομική του βάση το αργότερο με την υποβολή των εγγράφων προτάσεών του. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται νέα προθεσμία 20 εργασίμων ημερών στον εναγόμενο για την εκ νέου κατάθεση εγγράφων προτάσεων, καλουμένου σχετικώς από το διαιτητικό δικαστήριο εντός 5 εργασίμων ημερών από τη λήψη των αρχικών εγγράφων προτάσεων.Ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει ή να μεταβάλει το τυχόν ανταγωγικό του αίτημα και την ιστορική ή νομική του βάση το αργότερο με την υποβολή της αντικρούσεώς του. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται νέα προθεσμία 20 εργασίμων ημερών στον ενάγοντα για την εκ νέου κατάθεση αντικρούσεως, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

  5. Όλα τα διαδικαστικά έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλουν τα μέρη στο διαιτητικό δικαστήριο υποβάλλονται σε τόσα αντίγραφα, όσα και οι διαιτητές και οι διάδικοι.

Άρθρο 16 [Πραγματογνωμοσύνη]

  1. Εφόσον το διαιτητικό δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, μπορεί να ζητήσει, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως μέρους, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει ειδική εμπειρία ή γνώσεις τέχνης ή επιστήμης επί συγκεκριμένου αντικειμένου.

  2. Αν η έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν έχει υποβληθεί στο διαιτητικό δικαστήριο και τεθεί υπόψη των μερών τουλάχιστον 5 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, τότε η τελευταία μπορεί να αναβληθεί σε δικάσιμο που θα προσδιορίζεται σε χρόνο όχι μικρότερο των 5 και όχι μεγαλύτερο των 10 εργασίμων ημερών από την ως άνω υποβολή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης.

  3. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να ολοκληρώνεται το αργότερο εντός 60 ημερών από την αποδοχή της σχετικής εντολής από τον πραγματογνώμονα.

  4. Ο πραγματογνώμονας πρέπει να διαβεβαιώνει στην τιμή του για την αλήθεια της έκθεσης που υποβάλλει στο διαιτητικό δικαστήριο. Εφόσον δε εξετάζεται και ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, διαβεβαιώνει στην τιμή του για την αλήθεια των όσων καταθέτει.

Άρθρο 17 [Προσδιορισμός και αναβολή ακροαματικής διαδικασίας]

  1. Η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας καθορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο και δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από 60 ημέρες από την ολοκλήρωση των εκατέρωθεν αντικρούσεων των μερών. Τα μέρη πρέπει να κλητεύονται από το διαιτητικό δικαστήριο το αργότερο εντός 5 εργασίμων ημερών από την ολοκλήρωση των εκατέρωθεν αντικρούσεων.

  2. Προσδιορισθείσα ακροαματική διαδικασία δεν μπορεί να αναβληθεί παρά μόνο για σπουδαίο λόγο, με αιτιολογημένη απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου.

  3. Σε περίπτωση αναβολής με βάση την προηγούμενη παράγραφο, η νέα ημερομηνία ενάρξεως της ακροαματική διαδικασίας δεν μπορεί να απέχει πέραν των 30 ημερών από αυτήν της αναβληθείσας και ορίζεται στην απόφαση της αναβολής.

Άρθρο 18 [Κανόνες πλαισίου ακροαματικής διαδικασίας]

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο καθορίζει τους κανόνες για τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας με βάση τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης.

  2. Τα μέρη μπορούν να προσκομίσουν οποιοδήποτε κατά τη γνώμη τους πρόσφορο αποδεικτικό μέσο.

  3. Η αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων εναπόκειται στο διαιτητικό δικαστήριο.

  4. Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει πόσοι μάρτυρες θα εξεταστούν ενώπιόν του, παρέχοντας όμως σε κάθε μέρος τη δυνατότητα να εξετάσει ίσο αριθμό μαρτύρων με το αντίδικο μέρος. Τα μέρη γνωστοποιούν υποχρεωτικά στο διαιτητικό δικαστήριο τους μάρτυρες που σκοπεύουν να εξετάσουν, τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Το διαιτητικό δικαστήριο γνωστοποιεί με τη σειρά του τους μάρτυρες του κάθε μέρους στο αντίδικο μέρος 5 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

  5. Κάθε μάρτυρας που εξετάζεται διαβεβαιώνει στην τιμή του για την αλήθεια της καταθέσεώς του.

  6. Εντός 7 εργασίμων ημερών από το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, που κηρύσσεται από το διαιτητικό δικαστήριο, τα μέρη δικαιούνται να υποβάλουν υπόμνημα για την αξιολόγηση της ακροαματικής διαδικασίας.

Άρθρο 19 [Συνεδριάσεις – Υποβολή εγγράφων]

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να πραγματοποιεί συνεδριάσεις, συμπεριλαμβανόμενης της ακροαματικής διαδικασίας, όπως και κάθε άλλη πράξη, όπως αυτοψία κ.λπ. και εκτός του τόπου της διαιτησίας, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Σε περίπτωση διακοπής, η ημερομηνία επαναλήψεως της ακροαματικής διαδικασίας δεν πρέπει να απέχει πλέον των 7 εργασίμων ημερών.

  2. Τόσο οι συνεδριάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου, όσο και η ακροαματική διαδικασία, μπορούν να λαμβάνουν χώρα εν ανάγκη μέσω τηλεδιάσκεψης.

  3. Όλα τα διαδικαστικά έγγραφα της διαιτησίας που απευθύνονται από τους διαδίκους στο διαιτητικό δικαστήριο μπορούν να υποβάλλονται και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) επιβεβαιούμενου.

Άρθρο 20 [Εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο]

Εφόσον για κάποιο ζήτημα δεν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή επιλογή του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου από τα μέρη, το διαιτητικό δικαστήριο εφαρμόζει το ουσιαστικό δίκαιο που κρίνει ότι αρμόζει περισσότερο στη συγκεκριμένη υπόθεση, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τους όρους της σύμβασης και τις εμπορικές συνήθειες που αρμόζουν στη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Άρθρο 21 [Γνωστοποιήσεις]

Μετά από τον ορισμό αντικλήτου, κάθε έγγραφο που απευθύνεται στα μέρη αποστέλλεται ή διαβιβάζεται μόνο σε αυτόν α) με συστημένη επιστολή και θεωρείται ότι έχει παραληφθεί αν παραδόθηκε στην ταχυδρομική του διεύθυνση, β) με προσωπική παράδοση από αγγελιοφόρο ή courier, γ) με τηλεομοιοτυπία (fax), δ) με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) επιβεβαιούμενο ή ε) μέσω δικαστικού επιμελητού.

IV. ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Άρθρο 22 [Έκδοση αποφάσεων]

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο εκδίδει την οριστική απόφασή του εντός 60 ημερών από την υποβολή των υπομνημάτων για την αξιολόγηση της ακροαματικής διαδικασίας ή τη λήξη της προβλεπόμενης για την υποβολή τους προθεσμία. Το διαιτητικό δικαστήριο, μετά από αίτηση ενός μέρους που πρέπει να υποβάλλεται σε αυτό το αργότερο μέχρι το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, μπορεί να αποφασίζει την παράταση ή τη σύντμηση της προθεσμίας για την έκδοση της οριστικής διαιτητικής αποφάσεως, εφόσον κρίνει ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος.

  2. Το διαιτητικό δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι ένα ζήτημα είναι ώριμο για διάγνωση, μπορεί να εκδίδει απόφαση ή αποφάσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα. Ενδεικτικά, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να εκδίδει απόφαση για την ευθύνη και να επιφυλάσσεται για το ύψος της απαιτήσεως ή για ορισμένα μόνο κονδύλια της απαιτήσεως ή μόνο για το αγωγικό ή ανταγωγικό αίτημα. Προδικαστικές αποφάσεις μπορεί να εκδίδονται για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος, διαδικαστικού ή μη, της διαιτησίας.

Άρθρο 23 [Τόπος διασκέψεων και εκδόσεως αποφάσεων]

Για τη διάσκεψη του διαιτητικού δικαστηρίου ή για την έκδοση της αποφάσεως ή τη διόρθωσή της δεν απαιτείται η φυσική παρουσία όλων των διαιτητών στον ίδιο τόπο. Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ότι οι διασκέψεις λαμβάνουν χώρα και οι αποφάσεις εκδίδονται στον τόπο της διαιτησίας.

Άρθρο 24 [Αιτιολογία αποφάσεων]

  1. Όλες οι αποφάσεις είναι αιτιολογημένες.

  2. Εφόσον υπάρχει ρητή προγενέστερη συμφωνία των μερών, η απόφαση εκδίδεται χωρίς αιτιολογία. Μπορεί να συνοδεύεται όμως από χωριστό ανεπίσημο και εμπιστευτικό έγγραφο, το οποίο περιέχει συνοπτικά την αιτιολογία χωρίς να αποτελεί τμήμα της αποφάσεως.

Άρθρο 25 [Γνωστοποίηση αποφάσεων]

Τηρουμένου του άρθρου 34 των Κανόνων, οι αποφάσεις γνωστοποιούνται από το διαιτητικό δικαστήριο στα μέρη με την αποστολή ενός πρωτοτύπου σε καθένα από αυτά. Αν έχει οριστεί αντίκλητος η γνωστοποίηση γίνεται σε αυτόν.

Άρθρο 26 [Διόρθωση και ερμηνεία αποφάσεων]

  1. Αν παραστεί ανάγκη, μια απόφαση μπορεί να διορθωθεί ή ερμηνευθεί, είτε αυτεπαγγέλτως από το διαιτητικό δικαστήριο, είτε με αίτηση ενός μέρους που υποβάλλεται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της διαιτητικής αποφάσεως, δυνάμενης να παραταθεί με απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου. Μετά πάντως την παρέλευση της προθεσμίας αυτής ή της δοθείσης παρατάσεως, δεν υπάρχει υποχρέωση του διαιτητικού δικαστηρίου να προβεί σε διόρθωση ή ερμηνεία της αποφάσεως. Το διαιτητικό δικαστήριο προβαίνει στη διόρθωση ή ερμηνεία της αποφάσεως εντός προθεσμίας 30 ημερών από την υποβολή της ως άνω αιτήσεως. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στη διόρθωση ή ερμηνεία της αποφάσεως εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίησή της στα μέρη.

  2. Η διόρθωση ή ερμηνεία γίνεται με την έκδοση συμπληρωματικής αποφάσεως.

  3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου παραμένει, ακόμη και αν έχει εκδοθεί η οριστική απόφαση.

  4. Όταν η διόρθωση ή ερμηνεία γίνεται με αίτηση ενός μέρους, καλείται και το άλλο μέρος, προκειμένου να διατυπώσει τις απόψεις του επί της αιτηθείσας διόρθωσης ή ερμηνείας.

Άρθρο 27 [Συμβιβασμός]

Εφόσον τα μέρη κατέληξαν σε συμβιβασμό πριν από την έκδοση αποφάσεως, το διαιτητικό δικαστήριο κατόπιν αιτήματός τους, εκδίδει απόφαση με περιεχόμενο τον μεταξύ των μερών συμφωνηθέντα συμβιβασμό. Οι διαιτητές δικαιούνται αμοιβής αναλόγου με τις ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες τους.

Άρθρο 28 [Κατάθεση αποφάσεων]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 34 παρ.2 των Κανόνων, το διαιτητικό δικαστήριο, πλην αντιθέτου συμφωνίας των μερών, είναι υποχρεωμένο να καταθέσει ένα πρωτότυπο της αποφάσεως στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος διαιτησίας, μόνον εφόσον του ζητηθεί από κάποιο μέρος πριν από την έκδοση της αποφάσεως.

Άρθρο 29 [Δημοσίευση αποφάσεων]

  1. Όλες οι εκδιδόμενες αποφάσεις είναι εμπιστευτικές και δεν μπορούν να δημοσιευτούν σε επιθεωρήσεις νομολογίας, νομικά περιοδικά ή μέσο μαζικής ενημέρωσης άλλης μορφής, συμβατικής ή ηλεκτρονικής.

  2. Εφόσον το διαιτητικό δικαστήριο κρίνει ότι μια απόφαση χρήζει δημοσιεύσεως κατά την προηγούμενη παράγραφο λόγω ιδιαίτερης σπουδαιότητας, αυτή μπορεί να δημοσιευτεί κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών και διαφύλαξης της ανωνυμίας των μερών, των δικηγόρων τους και των διαιτητών.

V. ΔΑΠΑΝΕΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΕΣ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ

Άρθρο 30 [Αμοιβές διαιτησίας και διαιτητών]

  1. Το μέρος που προσφεύγει στη διαιτησία καταβάλλει στην Ένωση εφ’ άπαξ αμοιβή για την κάλυψη του κόστους διοικητικής διαχείρισης της διαιτησίας, η οποία ορίζεται και αναπροσαρμόζεται περιοδικά από την Ένωση. Η αμοιβή καταβάλλεται εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 5 των Κανόνων. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και το μέρος που υποβάλλει ανταγωγικό αίτημα, η δε αμοιβή καταβάλλεται με την υποβολή του ανταγωγικού αιτήματος. Η ανωτέρω αμοιβή για την αγωγή ή την ανταγωγή δεν επιστρέφεται σε καμία περίπτωση, ενώ η μη καταβολή της έχει ως συνέπεια τη μη εξέταση του αγωγικού ή του ανταγωγικού αιτήματος του υποχρέου.

  2. Κάθε διαιτητής δικαιούται αμοιβής, η οποία υπολογίζεται κλιμακωτά και ποσοστιαία επί της αξίας του επιδίκου αντικειμένου, βάσει ειδικού Πίνακα Αμοιβών που ορίζει και αναπροσαρμόζει περιοδικά η Ένωση. Η κάθε κλίμακα έχει ανώτατα και κατώτατα όρια, εντός των οποίων κυμαίνεται η αμοιβή κάθε διαιτητή, αφού συνεκτιμηθούν ιδίως ο χρόνος απασχόλησης του διαιτητή, η ταχύτητα της διαδικασίας και η πολυπλοκότητα της διαφοράς.

  3. Οι αμοιβές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου υπολογίζονται με βάση τον ισχύοντα κατά την έναρξη της διαιτησίας ειδικό Πίνακα Αμοιβών (ως Παράρτημα στους Κανόνες), ο οποίος είναι κατατεθειμένος στα γραφεία της Ένωσης και προσβάσιμος στον δικτυακό της τόπο.

  4. Ο υπολογισμός των αμοιβών της διαιτησίας γίνεται από την Ένωση και περιέχεται στην οριστική διαιτητική απόφαση, χωρίς να περιλαμβάνει ΦΠΑ, τον οποίο, εάν και όπου τυχόν προβλέπεται, επιβαρύνονται τα μέρη.

  5. Οι αμοιβές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται όπου ορίζει η Ένωση.

Άρθρο 31 [Δαπάνες]

Τα μέρη βαρύνονται με όλες τις σχετιζόμενες με τη διενέργεια της διαιτησίας δαπάνες, όπως ιδίως οδοιπορικά διαιτητών, οδοιπορικά και αποζημιώσεις μαρτύρων που καλούνται από το διαιτητικό δικαστήριο, οδοιπορικά και αμοιβές πραγματογνωμόνων που ορίζονται από το διαιτητικό δικαστήριο, οδοιπορικά και αμοιβές γραμματέων, διερμηνέων, στενογράφων, τεχνικών ήχου και εικόνας, δαπάνες τηλεπικοινωνίας και διαμονής των ανωτέρω, δαπάνη χώρου διαιτησίας και μετάφρασης εγγράφων, οι οποίες και προκαταβάλλονται από αυτά επί ποινή αναστολής της διαιτητικής διαδικασίας. Αν ένα μέρος δεν προκαταβάλλει τις αναλογούσες σε αυτό δαπάνες, μπορεί να τις προκαταβάλει το επιμελέστερο μέρος, εφαρμοζομένης αναλόγως της παραγράφου 3 εδ. β΄ του άρθρου 33 των Κανόνων. Για την καταβολή των δαπανών εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 5 του άρθρου 30 των Κανόνων.

Άρθρο 32 [Επιμερισμός αμοιβών και δαπανών]

  1. Με την επιφύλαξη αντίθετης απόφασης ως προς τον επιμερισμό μεταξύ των μερών των αμοιβών και δαπανών, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, κάθε μέρος βαρύνεται με τις αμοιβές και δαπάνες του ορισμένου από αυτό διαιτητή και με τις δαπάνες και αποζημιώσεις ή αμοιβές των προταθέντων από αυτό μαρτύρων και των ορισθέντων από αυτό πραγματογνωμόνων, δικηγόρων και λοιπών συμβούλων, ενώ οι αμοιβές και δαπάνες του μοναδικού διαιτητή ή του Προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου, όπως και οι λοιπές αμοιβές και δαπάνες που σχετίζονται με τη διαιτησία, βαρύνουν εξ ημισείας τα μέρη.

  2. Ο επιμερισμός των αμοιβών και δαπανών γίνεται από το διαιτητικό δικαστήριο βάσει πίνακα που υποβάλει κάθε μέρος το αργότερο με το τελευταίο διαδικαστικό έγγραφο που καταθέτει στο διαιτητικό δικαστήριο και μετά από συνεκτίμηση όλων των δεδομένων της δίκης και ιδίως την έκταση της νίκης και της ήττας του κάθε μέρους, ισχύει δε αναγωγικώς μεταξύ των μερών. Προς το σκοπό αυτόν και ειδικώς όσον αφορά τους ορισθέντες από τα μέρη πραγματογνώμονες, δικηγόρους και λοιπούς συμβούλους, λαμβάνονται υπόψη μόνον οι εύλογες αμοιβές και δαπάνες αυτών. Κανένα μέρος δεν μπορεί να επιβαρυνθεί με αμοιβές και δαπάνες του προηγουμένου εδαφίου που πραγματοποίησε άλλο μέρος, πέραν ενός ποσοστού 20% επί του επιδικασθέντος ποσού ή, αν δεν επιδικάσθηκε κανένα ποσόν, επί του αιτουμένου κεφαλαίου.

  3. Έναντι κάθε μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου, τα μέρη ενέχονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τις οφειλόμενες σε αυτό αμοιβές και τις γενόμενες από αυτό δαπάνες, ενώ για κάθε σχετική διαφορά αποκλειστικά αρμόδια καθίστανται τα δικαστήρια του Πειραιά.

Άρθρο 33 [Προκαταβολή αμοιβών και δαπανών]

  1. Το διαιτητικό δικαστήριο δικαιούται να ζητήσει προκαταβολή και συμπληρωματικές προκαταβολές από τα μέρη έναντι της εκτιμώμενης συνολικής αμοιβής και δαπανών της διαιτησίας, τάσσοντας σχετική προθεσμία καταβολής και παρέχοντας ταυτόχρονα πίνακα με τον εκτιμώμενο υπολογισμό τους. Ο προσδιορισμός του ύψους της προκαταβολής και των τυχόν συμπληρωματικών προκαταβολών και η καταβολή τους γίνονται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 30 των Κανόνων.

  2. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να μην αρχίσει ή να διακόψει τη διαιτητική διαδικασία μέχρι πληρωμής της προκαταβολής.

  3. Αν ένα μέρος δεν καταβάλει την αναλογούσα σε αυτό προκαταβολή, προκειμένου να συνεχιστεί η διαιτητική διαδικασία δύναται να το πράξει το άλλο μέρος. Η προκαταβολή λαμβάνεται υπόψη κατά τον επιμερισμό των αμοιβών και δαπανών από το διαιτητικό δικαστήριο.

  4. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί ανταγωγής.

Άρθρο 34 [Καταλογισμός αμοιβών και δαπανών]

  1. Μόλις εκδοθεί η οριστική διαιτητική απόφαση, το διαιτητικό δικαστήριο ή η Ένωση ενημερώνει σχετικά τα μέρη, αποστέλλοντας ταυτόχρονα και ανάλυση με τις οφειλόμενες αμοιβές και δαπάνες κάθε διαιτητή και της διαιτησίας.

  2. Το διαιτητικό δικαστήριο έχει δικαίωμα μη ανακοινώσεως της αποφάσεως και επισχέσεως αυτής και των λοιπών υποβληθέντων εγγράφων, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως από τα μέρη των αμοιβών και δαπανών των διαιτητών και της διαιτησίας. Για την εξόφληση των ως άνω αμοιβών και δαπανών, το διαιτητικό δικαστήριο δικαιούται να προβαίνει σε είσπραξη της τυχόν κατατεθείσης προκαταβολής του άρθρου 33 των Κανόνων. Καθ' όλη τη διάρκεια ασκήσεως του δικαιώματος επισχέσεως, αναστέλλεται η προθεσμία του άρθρου 36 των Κανόνων.

VI. ΤΕΛΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 35 [Ευθύνη σχετικά με τη διαιτησία]

Σε σχέση με τις διαιτησίες που διενεργούνται σύμφωνα με τους Κανόνες, η Ένωση, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, οι διαιτητές και ο γραμματεύς του διαιτητικού δικαστηρίου, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους ευθύνονται μόνον για δόλο και βαεία αμέλεια.

Άρθρο 36 [Παραλαβή σχετικών]

Τα μέρη οφείλουν εντός 3 μηνών από την κοινοποίηση σε όλα τα μέρη της οριστικής διαιτητικής αποφάσεως να αναλάβουν τα έγγραφα που έχουν υποβάλλει στο διαιτητικό δικαστήριο, άλλως αυτά καταστρέφονται.

Άρθρο 37 [Lex arbitri και ερμηνεία Κανόνων]

  1. Οι διεξαγόμενες σύμφωνα με τους Κανόνες διαιτησίες διέπονται ως προς τη διαδικασία από τον νόμο 2735/1999 (ΦΕΚ Α΄ 167) για τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία, με τον οποίο η Ελλάδα υιοθέτησε τον Πρότυπο Νόμο της UNCITRAL για τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία ("Νόμος Διαιτησίας"). Ο Νόμος Διαιτησίας ρυθμίζει κάθε ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ειδικώς από τους Κανόνες.

  2. Η συμφωνία των μερών για εφαρμογή των Κανόνων έχει την έννοια της ρητής συμφωνίας των μερών ότι το αντικείμενο της συμφωνίας διαιτησίας σχετίζεται με περισσότερες χώρες.

  3. Εφόσον ένα ζήτημα δεν ρυθμίζεται ούτε από τους Κανόνες, ούτε από τον Νόμο Διαιτησίας, το διαιτητικό δικαστήριο θα ενεργεί με βάση το πνεύμα των Κανόνων, τους οποίους είναι και το αποκλειστικά αρμόδιο να ερμηνεύει και να συμπληρώνει κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια.

Νοταρά 131,
18536 Πειραιάς

τηλ. 210-4292942

fax. 210-4292948

Αποστολή e-mail
 

[ TOP ]

© Copyright 2006 Piraeus Association for Maritime Arbitration
Login